- ευμεθόδευτος
- εὐμεθόδευτος, -ον (ΑΜ)(για πρόσ.) αυτός που έχει ή που γίνεται με καλό σύστημα, με καλή μέθοδο, ο ευμέθοδος («εὐμεθόδευτος ἰατρός», Στέφ. Αθ.)αρχ.αυτός που τελείται με σύστημα, με καλή μέθοδο, ο μεθοδικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθοδεύω].
Dictionary of Greek. 2013.